Ένα Καλοκαίρι πριν περίπου τρία χρόνια, στην Κέρκυρα, διάβασα το «Εμείς οι θνητοί» (αγγλικά «Being mortal»). Πρόκειται για ένα βιβλίο του Ινδού Ατούλ Γκαουάντε ο οποίος ως γιατρός και ο ίδιος, προσπάθησε στα οκτώ κεφάλαιά του να παραθέσει σκέψεις από βιώματα ασθενών του, αρχικά κάποιων από την τρίτη ηλικία με εξελισσόμενη άνοια, στη συνέχεια ορισμένων καρκινοπαθών τελικού σταδίου και στο τέλος, του ίδιου του πατέρα του που διαγνώστηκε με καρκίνο εγκεφάλου.
Στο πρώτο μέρος του, ο Γκαουάντε ξεκινά με το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι με την εξέλιξη της ιατρικής, τη δυνατότητα θεραπείας κάποιων κάποτε ανίατων ασθενειών όπως η φυματίωση και την ανακάλυψη νέων φαρμάκων, ζούμε και καλύτερα και περισσότερο. Αυξήσαμε το προσδόκιμο επιβίωσης στα 80 έτη (78 για τους άντρες και 83 για τις γυναίκες), εντούτοις φέραμε στην επιφάνεια άλλες νόσους, ανίατες παθήσεις του μυαλού και του σώματος, κατάρες της φθοράς και του γήρατος με κορωνίδα αυτών φυσικά την άνοια.
Πώς φροντίζουμε λοιπόν τους αγαπημένους μας που μπορεί μεν να ζουν περισσότερο όμως το πνεύμα και το σώμα συνεχίζει να γερνά; Ο Γκαουάντε περιγράφει τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων στην Αμερική και την ανικανότητα των περισσοτέρων τους να συντηρήσουν έναν γέροντα χωρίς να τον φυλακίσουν ή να τον ιδρυματοποιήσουν. Παρακολουθούμε τη ζωή συγκεκριμένων ασθενών μέσα στα γηροκομεία, τις παραξενιές τους, την ανάγκη τους για στοιχειώδη ανεξαρτησία, αλλά και την επιθυμία τους να μη γίνονται βάρος στα παιδιά τους. Μπαίνουμε στην ψυχολογία του ασθενή, του συγγενή αλλά και του ίδιου του γιατρού που βρίσκεται αντιμέτωπος με καταστάσεις που ποτέ δε διδάχτηκε ούτε στο πανεπιστήμιο ούτε στην ειδικότητα.
Στο δεύτερο μέρος του, βιώνουμε την αγωνία των καρκινοπαθών για τον επερχόμενο θάνατο, την ανάγκη για ανακουφιστική θεραπεία και το δίλημμα της άραγε έγκαιρης έναρξης αυτής, έναντι της χ ή ψ νέας και ελπιδοφόρας φαρμακευτικής αγωγής που σκοπεύει στη δυνητική παράτασης μιας ζωής που σε μερικές περιπτώσεις μόνο ποιότητα δεν έχει. Διαβάζουμε για τη ικανότητα, ίσως και τη δυνατότητα που θα μπορούσε να έχει ο καρκινοπαθής να επιλέξει όχι μόνο τον τρόπο που θέλει να ζήσει αλλά και τον τρόπο που θέλει να πεθάνει καθώς και το νομικό πλαίσιο αυτού, με την ευθανασία, ενεργητική ή παθητική, να επιτρέπεται πια, υπό προϋποθέσεις σε όλο και περισσότερες χώρες.
Το βιβλίο αυτό, παρά τη βαριά θεματολογία του, με γοήτευσε αληθινά. Διάβαζα με τις ώρες για τη ζωή και το θάνατο συμπάσχοντας με τον συγγραφέα όταν στον επίλογο επέτρεπε στον πατέρα του να πεθάνει ήσυχα, δίπλα στην οικογένειά του χωρίς να λάβει μηχανική υποστήριξη ούτε άλλες επιθετικές θεραπείες. Στις σελίδες του συνάντησα όχι μόνο δικούς μου ασθενείς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με είχαν σημαδέψει και σα γιατρό και σαν άνθρωπο (18 Μαΐου, Το δωματιο 303, Η κυρία Μαρία, 101, Μια ανάσα ακόμα, Ευθανασία) αλλά ποιος να το φανταζόταν, τον ίδιο μου πατέρα, όταν τρία χρόνια μετά βρέθηκε πρωταγωνιστής στην ίδια ακριβώς ιστορία να παλεύει με έναν επιθετικό καρκίνο ανθεκτικό στη χημειοθεραπεία.
Φυσικά και του δώρισα αυτό το βιβλίο, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2017 όπου έγινε και η διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα. Θυμάμαι το διάβασε μέσα σε δέκα ημέρες και όταν το τελείωσε με ανάγκασε να του υποσχεθώ δύο πράγματα α) ότι δε θα του έκρυβα ποτέ τίποτα και β) ότι εκείνος θα έπαιρνε τις κρίσιμες αποφάσεις. Και τώρα που το σκέφτομαι, ίσως γι αυτό και να γούρλωσε θυμωμένα τα μάτια του όταν αμέσως μετά το φιάσκο της χημειοθεραπείας του πρότεινα την εναλλακτική λύση της ανοσοθεραπείας.
«Εναλλακτικές; Μου υποσχέθηκες πως θα με αφήσεις να παίρνω εγώ τις αποφάσεις και δε θέλω καμία εναλλακτική. Φάρμακα του διαβόλου δεν ξαναβάζω εγώ στο σώμα μου. Τέλος». Ήξερα πως όταν ο μπαμπάς έλεγε τέλος, εννοούσε τέλος. Είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. «Εμείς οι θνητοί , Πέτρο, μην το ξεχνάς, εμείς οι θνητοί» έλεγε συνέχεια, ίσα για να μου θυμίσει την ιστορία του Γκαουάντε και του δικού του πατέρα.
Δε μπορούσα να σχολιάσω τίποτα. Ήμουν παγιδευμένος στις υποσχέσεις που του είχα δώσει. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως αυτός δεν είναι ακόμα καρκινοπαθής τελικού σταδίου. Ο δικός του επίλογος θα αργούσε πολύ να έρθει. Για ποιο λόγο λοιπόν να μην εκμεταλλευόταν το χρόνο αυτό με μία θεραπεία που στο κάτω κάτω και πιο εύκολη είναι στη χορήγησή της και πολύ λιγότερες οι ανεπιθύμητες ενέργειες που έχει; «Τι έχουμε να χάσουμε ρε μπαμπά; Το πολύ πολύ να μη γίνει τίποτα». Όχι! Η απόλυτη άρνηση!
Δεν τον αδικούσα. Μόλις είχε βγει ηττημένος και εξαντλημένος από έναν αγώνα στον οποίο είχε επενδύσει τόσα πολλά. Και όταν κάποιος καίγεται φυσά και το γιαούρτι. Πώς θα μπορούσε ξανά να ελπίζει; Πώς θα άντεχε μια πιθανή δεύτερη αποτυχία; Αποφάσισα να του δώσω λίγο χώρο και χρόνο. Και εκ του αποτελέσματος, έπραξα πολύ καλά. Ίσως στο χρόνο αυτό να ανέλαβε το ένστικτο της επιβίωσης που άρχισε να του χτυπά το καμπανάκι. Ίσως πάλι απλά να μην ήθελε να με στεναχωρήσει. Δεν ξέρω και δε με ενδιαφέρει αλλά η ελπίδα τελικά ήρθε. Αν και κατακρεουργημένη από την αποτυχία της χημειοθεραπείας, εμφανίστηκε δειλά δειλά σαν ένα πράσινο φυλλαράκι πάνω στον ξερό κορμό, ένα φυλλαράκι μικρό μεν, ικανό δε να του αλλάξει γνώμη και ναι, να ξεκινήσει τελικά την ανοσοθεραπεία.
Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη ημέρα. Ήταν Τετάρτη 4 Απριλίου 2018 (Μεγάλη Τετάρτη) και εκείνος είχε αποκοιμηθεί στην κλίνη του δωματίου καθώς ελάμβανε σταγόνα σταγόνα το opdivo, το σκεύασμα της ανοσοθεραπείας. Εγώ καθόμουν δίπλα του ήσυχος, σαφώς συγκρατημένος μα καθόλου συγκροτημένος. Το ανάποδο θα έλεγα, μπερδεμένος. Και ήταν τότε που αποφάσισα να γράψω την ιστορία του πατέρα μου σε τούτο δω το blog. Μια ιστορία που ξεκίνησε με έναν πολύ άσχημο πρόλογο υπό τον τίτλο «εμείς οι θνητοί» (τι άλλο), συνεχίστηκε όμως με ένα κύριο θέμα που παρά τα κακά προγνωστικά της βιοψίας, ακόμα γράφεται.
Ναι, η ανοσοθεραπεία απέδωσε και με το παραπάνω. Σήμερα 31 Μαΐου 2018, ο πατέρας μου ζει. Ζει και βασιλεύει για την ακρίβεια! Έκοψε το τσιγάρο, βγαίνει βόλτα χέρι-χέρι με τη μάνα μου, μαγειρεύει, οδηγεί το corolla του, πηγαίνει στο Δήλεσι, φροντίζει τα γατάκια του και φυτεύει τα ζαρζαβατικά του. Φυσικά και δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτή η ύφεση. Βδομάδες; Μήνες; Χρόνια; Ηλίθιος δεν είμαι. Αντιλαμβάνομαι ότι έχει ημερομηνία λήξης και έναν επίλογο πιθανώς σαν τον επίλογο του Γκαουάντε. Μέχρι τότε όμως ο πατέρας μου ζει. Επαναλαμβάνω. Μέχρι τότε Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΖΕΙ. Ζει πανηγυρικά, είναι αισιόδοξος και γράφει τη δική του ιστορία στο δικό του κύριο θέμα, αποδεικνύοντας εξ ορισμού και αυταπάγγελτα ότι η ελπίδα, όντως πεθαίνει τελευταία.