Category Archives: ΥΓΕΙΑ

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ

brain-drain

Οι νέοι φεύγουν. Στιβάζουν σε μια βαλίτσα πτυχίο, εξειδίκευση και διδακτορικό και κυνηγούν το όνειρο αλλού. Φεύγουν για Αγγλία, για Γερμανία, για Γαλλία, για Σουηδία, για Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, φεύγουν για οπουδήποτε η μόρφωση μετρά σα νόμισμα και συνοδεύεται από το αυτονόητο, μια αξιοπρεπή ζωή.  Η Ελλάδα χάνει σιγά σιγά όλα της τα ζωτικά κύτταρα σε ένα από τα μεγαλύτερα μεταναστευτικά κύματα που έχει βιώσει ποτέ στη σύγχρονη ιστορία της. Brain drain το ονόμασαν διότι ακριβώς αυτό είναι. Απώλεια φαιάς ουσίας. Η Ελλάδα δεν εξάγει πια λαχανικά, ψάρια ή βαμβάκι. Εξάγει γιατρούς, μηχανικούς και αρχιτέκτονες.

Οι λόγοι είναι πολλοί. Ανεργία, απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, εκμετάλλευση, παρανομία, αναξιοκρατία, όλα υπό τη σκεπή της Kρίσης. Η οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση αναγκάζει το νέο γιατρό που τελειώνει την ειδικότητά του στα 35 και βάλε, να έχει μόλις δύο επιλογές. Να δουλέψει σε συνθήκες γαλέρας μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας για επιχρυσωμένα ψίχουλα ή σεβόμενος το πτυχίο του πολύ απλά να φύγει. Και φυσικά φεύγει. 1500 γιατροί κάθε χρόνο, στην πιο παραγωγική τους ηλικία φεύγουν για το εξωτερικό και μαζί με αυτούς φεύγει το Όραμα, η Ιδέα, η Γνώση, η Ενέργεια, η Δημιουργία. Η Ελλάδα πληρώνοντας το μεγαλύτερο τίμημα της κρίσης, την απώλεια έμψυχης δύναμης, μετατρέπεται χρόνο με το χρόνο σε μία χώρα στάσης, έλους και επανάληψης.

Δεν ξέρω να σας πω και πολλά για την τύχη όλων αυτών που φεύγουν. Από όσο διαβάζω οι περισσότεροι με κόπο και πολλή δουλειά, διότι τίποτα δε χαρίζεται σε τούτο τον κόσμο, καταφέρνουν τελικά να ενσωματωθούν στη χώρα που τους υποδέχτηκε. Με έναν σαφώς καλύτερο μισθό και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, η ελληνική κρίση ομοιάζει πια στους περισσότερους από αυτούς με ένα κακό όνειρο, έναν εφιάλτη που δύσκολα θα ξεχάσουν. Φυσικά και ταλαιπωρούνται. Ο ξεριζωμός άλλωστε δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αν είναι και εκούσιος, συνοδεύεται από ανασφάλεια, τύψεις και προσμονή για μια δικαίωση, μια εξιλέωση που πιθανώς δε θα έρθει ποτέ. Ελληνικές ομογένειες αναδύονται σε κάθε γωνιά της γης, ελληνικά σχολεία που μεταλαμπαδεύουν τον Ελληνικό Πολιτισμό στα σποράκια – που λέει και η φίλη μου η Μάνια – σε μια προσπάθεια να μάθουν ότι όχι, Ελλάδα δεν είναι  η κρίση. Είναι τόσα πολλά άλλα.

Και ενώ αυτοί που έφυγαν δίνουν το δικό τους αγώνα ως μετανάστες σε ξένη χώρα, την ίδια ώρα στην Ελλάδα κάπου στον δεύτερο βάλτο δεξιά, υπάρχει ένας εργάτης του μόχθου, ενας καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος των γραμμάτων, ένας επιστήμονας, που συνειδητά ή αναπόφευκτα – δεν έχει σημασία – έμεινε. Έμεινε να τραβά κουπί για δύο, για τρεις, για δεκατρείς να καλύψει τα κενά, κενά ακόμα και στη φορολογία και στο ασφαλιστικό σύστημα, που άφησαν οι άλλοι, αυτοί που έφυγαν. Και αυτός ο εργάτης, ο καλλιτέχνης, ο επιστήμονας, είναι πολύ θυμωμένος διότι βλέπει το δικό του Όραμα, τις δικές του Ιδέες, να σκονίζονται και να ξεθωριάζουν στη ρουτίνα ενός σκληρού και μερικές φορές απάνθρωπου βιοπορισμού. Είναι πολύ θυμωμένος διότι κατάφεραν να τον πείσουν πως αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος για να βγει η Ελλάδα από την Κρίση, να «βάλει πλάτη» διαπραγματεύοντας τον μισθό του, το χρόνο και την αξιοπρέπειά του. Και τέλος είναι πολύ θυμωμένος διότι τα χρόνια περνούν και παρά τις θυσίες του ο Παράδεισος που του υποσχέθηκαν πολύ απλά δεν έρχεται.

Ναι. Η λιτότητα παραμένει. Οι νέοι συνεχίζουν να μεταναστεύουν και αυτοί που μένουν συνεχίζουν να τραβάν κουπί. Ως πότε πια; Τι πρέπει να γίνει; Πραγματικά δεν ξέρω να σας απαντήσω. Δεν είμαι πολιτικός ούτε κατέχω γνώσεις οικονομικού δικαίου. Είμαι γιατρός, ένας τουλάχιστον από αυτούς που (ξ)έμειναν στην Ελλάδα σε ένα σύστημα Υγείας που σιγά-σιγά καταρρέει εκ των έσω. Ζω από πρώτο χέρι την έλλειψη προσωπικού, είμαι θυμωμένος και επιθετικός, είμαι μόνιμα κουρασμένος και αθεράπευτα απογοητευμένος. Εντούτοις, υπάρχει μία σκέψη που κάπως με ανακουφίζει. Αν κάποτε η Ελλάδα καταφέρει να βγει από την κρίση δε θα οφείλεται σε αυτούς που την βλέπουν από μακριά και την επισκέπτονται ως χώρα παραθερισμού. Θα οφείλεται στη Βιβή, στον Άκη, στη Μαρία, στον Κώστα, στη Δέσποινα, σε όλους αυτούς που δεν έφυγαν αλλά  έμειναν  για να προσφέρουν φαιά ουσία, έργο και ενέργεια στην Ελλάδα θυσίαζοντας μερικές φορές τα πιο ωραία τους όνειρα. Και μόνο για αυτό, ανεξάρτητα από το τι τους επιφυλάσσει η Ιστορία, αυτοί που έμειναν αξίζουν το Σεβασμό όλων.

ΕΛΠΙΔΑ

The concept of business growth .

Ένα Καλοκαίρι πριν περίπου τρία χρόνια, στην Κέρκυρα, διάβασα το «Εμείς οι θνητοί» (αγγλικά «Being mortal»). Πρόκειται για ένα βιβλίο του Ινδού Ατούλ Γκαουάντε ο οποίος ως γιατρός και ο ίδιος,  προσπάθησε στα οκτώ κεφάλαιά του να παραθέσει σκέψεις από βιώματα ασθενών του, αρχικά κάποιων από την τρίτη ηλικία με εξελισσόμενη άνοια, στη συνέχεια ορισμένων καρκινοπαθών τελικού σταδίου και στο τέλος, του ίδιου του πατέρα του που διαγνώστηκε με καρκίνο εγκεφάλου.

Στο πρώτο μέρος του, ο Γκαουάντε ξεκινά με το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι με την εξέλιξη της ιατρικής, τη δυνατότητα θεραπείας κάποιων κάποτε ανίατων ασθενειών όπως η φυματίωση και την ανακάλυψη νέων φαρμάκων, ζούμε και καλύτερα και περισσότερο. Αυξήσαμε το προσδόκιμο επιβίωσης στα 80 έτη (78 για τους άντρες και 83 για τις γυναίκες), εντούτοις φέραμε στην επιφάνεια άλλες νόσους, ανίατες παθήσεις του μυαλού και του σώματος, κατάρες της φθοράς και του γήρατος  με κορωνίδα αυτών φυσικά την άνοια.

Πώς φροντίζουμε λοιπόν τους αγαπημένους μας που μπορεί μεν να ζουν περισσότερο όμως το πνεύμα και το σώμα συνεχίζει να γερνά; Ο Γκαουάντε περιγράφει τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων στην Αμερική και την ανικανότητα των περισσοτέρων τους να συντηρήσουν έναν γέροντα χωρίς να τον φυλακίσουν ή να τον ιδρυματοποιήσουν. Παρακολουθούμε τη ζωή συγκεκριμένων ασθενών μέσα στα γηροκομεία, τις παραξενιές τους, την ανάγκη τους για στοιχειώδη ανεξαρτησία, αλλά και την επιθυμία τους να μη γίνονται βάρος στα παιδιά τους. Μπαίνουμε στην ψυχολογία του ασθενή, του συγγενή αλλά και του ίδιου του γιατρού που βρίσκεται αντιμέτωπος με καταστάσεις που ποτέ δε διδάχτηκε ούτε στο πανεπιστήμιο ούτε στην ειδικότητα.

Στο δεύτερο μέρος του, βιώνουμε την αγωνία των καρκινοπαθών για τον επερχόμενο θάνατο, την ανάγκη για ανακουφιστική θεραπεία και το δίλημμα της άραγε έγκαιρης έναρξης αυτής, έναντι της  χ ή ψ νέας και ελπιδοφόρας φαρμακευτικής αγωγής που σκοπεύει στη δυνητική παράτασης μιας ζωής που σε μερικές περιπτώσεις μόνο ποιότητα δεν έχει. Διαβάζουμε για τη ικανότητα, ίσως και τη δυνατότητα που θα μπορούσε να έχει ο καρκινοπαθής να επιλέξει όχι μόνο τον τρόπο που θέλει να ζήσει αλλά και τον τρόπο που θέλει να πεθάνει καθώς και το νομικό πλαίσιο αυτού, με την ευθανασία, ενεργητική ή παθητική, να επιτρέπεται πια, υπό προϋποθέσεις σε όλο και περισσότερες χώρες.

Το βιβλίο αυτό, παρά τη βαριά θεματολογία του, με γοήτευσε αληθινά. Διάβαζα με τις ώρες για τη ζωή και το θάνατο συμπάσχοντας με τον συγγραφέα όταν στον επίλογο επέτρεπε στον πατέρα του να πεθάνει ήσυχα, δίπλα στην οικογένειά του χωρίς να λάβει μηχανική υποστήριξη ούτε άλλες επιθετικές θεραπείες. Στις σελίδες του συνάντησα όχι μόνο δικούς μου ασθενείς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με είχαν σημαδέψει και σα γιατρό και σαν άνθρωπο (18 Μαΐου, Το δωματιο 303,  Η κυρία Μαρία, 101Μια ανάσα ακόμα, Ευθανασία) αλλά ποιος να το φανταζόταν, τον ίδιο μου πατέρα, όταν τρία χρόνια μετά βρέθηκε πρωταγωνιστής στην ίδια ακριβώς ιστορία να παλεύει με έναν επιθετικό καρκίνο ανθεκτικό στη χημειοθεραπεία.


Φυσικά και του δώρισα αυτό το βιβλίο, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2017 όπου έγινε και η διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα. Θυμάμαι το διάβασε μέσα σε δέκα ημέρες και όταν το τελείωσε με ανάγκασε να του υποσχεθώ δύο πράγματα α) ότι δε θα του έκρυβα ποτέ τίποτα και β) ότι εκείνος θα έπαιρνε τις κρίσιμες αποφάσεις. Και τώρα που το σκέφτομαι, ίσως γι αυτό και να γούρλωσε θυμωμένα τα μάτια του όταν αμέσως μετά το φιάσκο της χημειοθεραπείας του πρότεινα την εναλλακτική λύση της ανοσοθεραπείας.

«Εναλλακτικές; Μου υποσχέθηκες πως θα με αφήσεις να παίρνω εγώ τις αποφάσεις και δε θέλω καμία εναλλακτική. Φάρμακα του διαβόλου δεν ξαναβάζω εγώ στο σώμα μου. Τέλος». Ήξερα πως όταν ο μπαμπάς έλεγε τέλος, εννοούσε τέλος. Είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. «Εμείς οι θνητοί , Πέτρο, μην το ξεχνάς, εμείς οι θνητοί» έλεγε συνέχεια, ίσα για να μου θυμίσει την ιστορία του Γκαουάντε και του δικού του πατέρα.

Δε μπορούσα να σχολιάσω τίποτα. Ήμουν παγιδευμένος στις υποσχέσεις που του είχα δώσει. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως αυτός δεν είναι ακόμα καρκινοπαθής τελικού σταδίου. Ο δικός του επίλογος θα αργούσε πολύ να έρθει. Για ποιο λόγο λοιπόν να μην εκμεταλλευόταν το χρόνο αυτό με μία θεραπεία που στο κάτω κάτω και πιο εύκολη είναι στη χορήγησή της και πολύ λιγότερες οι ανεπιθύμητες ενέργειες που έχει; «Τι έχουμε να χάσουμε ρε μπαμπά; Το πολύ πολύ να μη γίνει τίποτα». Όχι!  Η απόλυτη άρνηση!

Δεν τον αδικούσα. Μόλις είχε βγει ηττημένος και εξαντλημένος από έναν αγώνα στον οποίο είχε επενδύσει τόσα πολλά. Και όταν κάποιος καίγεται φυσά και το γιαούρτι. Πώς θα μπορούσε ξανά να ελπίζει; Πώς θα άντεχε μια πιθανή δεύτερη αποτυχία; Αποφάσισα να του δώσω λίγο χώρο και χρόνο. Και εκ του αποτελέσματος, έπραξα πολύ καλά. Ίσως στο χρόνο αυτό να ανέλαβε το ένστικτο της επιβίωσης που άρχισε να του χτυπά το καμπανάκι. Ίσως πάλι απλά να μην ήθελε να με στεναχωρήσει. Δεν ξέρω και δε με ενδιαφέρει αλλά η ελπίδα τελικά ήρθε. Αν και κατακρεουργημένη από την αποτυχία της χημειοθεραπείας, εμφανίστηκε δειλά δειλά σαν ένα πράσινο φυλλαράκι πάνω στον ξερό κορμό, ένα φυλλαράκι μικρό μεν, ικανό δε να του αλλάξει γνώμη και ναι, να ξεκινήσει τελικά την ανοσοθεραπεία.

Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη ημέρα. Ήταν Τετάρτη 4 Απριλίου 2018 (Μεγάλη Τετάρτη) και εκείνος είχε αποκοιμηθεί στην κλίνη του δωματίου καθώς ελάμβανε σταγόνα σταγόνα το opdivo, το σκεύασμα της ανοσοθεραπείας. Εγώ καθόμουν δίπλα του ήσυχος, σαφώς συγκρατημένος μα καθόλου συγκροτημένος. Το ανάποδο θα έλεγα, μπερδεμένος. Και ήταν τότε που αποφάσισα να γράψω την ιστορία του πατέρα μου σε τούτο δω το blog. Μια ιστορία που ξεκίνησε με έναν πολύ άσχημο πρόλογο υπό τον τίτλο «εμείς οι θνητοί» (τι άλλο), συνεχίστηκε όμως με ένα κύριο θέμα που παρά τα κακά προγνωστικά της βιοψίας, ακόμα γράφεται.

Ναι, η ανοσοθεραπεία απέδωσε και με το παραπάνω. Σήμερα 31 Μαΐου 2018, ο πατέρας μου ζει. Ζει και βασιλεύει για την ακρίβεια! Έκοψε το τσιγάρο, βγαίνει βόλτα χέρι-χέρι με τη μάνα μου, μαγειρεύει, οδηγεί το corolla του, πηγαίνει στο Δήλεσι, φροντίζει τα γατάκια του και φυτεύει τα ζαρζαβατικά του. Φυσικά και δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτή η ύφεση. Βδομάδες; Μήνες; Χρόνια; Ηλίθιος δεν είμαι. Αντιλαμβάνομαι ότι έχει ημερομηνία λήξης και έναν επίλογο πιθανώς σαν τον επίλογο του  Γκαουάντε. Μέχρι τότε όμως ο πατέρας μου ζει. Επαναλαμβάνω. Μέχρι τότε Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΖΕΙ. Ζει πανηγυρικά, είναι αισιόδοξος και γράφει τη δική του ιστορία στο δικό του κύριο θέμα, αποδεικνύοντας εξ ορισμού και αυταπάγγελτα ότι η ελπίδα, όντως πεθαίνει τελευταία.

ΦΑΡΜΑΚΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

chemotherapy

Οι καφέδες ήρθαν. Διπλός ελληνικός μέτριος για τον πατέρα, φρέντο εσπρέσσο μέτριος για εμένα. Η ακτινοβολία είχε επιτύχει το στόχο της και με το παραπάνω. Ο πατέρας μου δεν πονούσε πια στη μέση του. Και όταν δεν πονάς, παίρνεις στο χαλαρό και λίγο από το χρόνο σου για να αράξεις και να οργανώσεις χωρίς άγχος το επόμενο βήμα. Με ένα είδος ιεροτελεστίας που υποθέτω ακολουθούν όλοι οι καπνιστές, έβγαλε επιδέξια ένα τσιγάρο απ’το πακέτο, το χτύπησε δυο φορές στο τραπέζι και αφού το άναψε ρούφηξε βουλιμικά την πρώτη του τζούρα. «Τι κάνουμε τώρα;»

Χημειοθεραπεία λοιπόν. Τα σκευάσματα που θα απασχολούσαν τον πατέρα μου με τις επιθυμητές και ανεπιθύμητες ενέργειές τους ήταν το Carboplatin και το Νavelbine. Θα τα ελάμβανε σε εβδομαδιαίες εγχύσεις, με ένα πλάνο που ήθελε την 1η Τετάρτη να εγχύονται και τα δύο φάρμακα, τη 2η Τετάρτη μόνο το carbopatin και την 3η Τετάρτη ξεκούραση. Και αυτό το διάστημα των τριών εβδομάδων συνιστούσε έναν κύκλο χημειοθεραπείας. Ιδανικά θα έπρεπε να συμπληρώσουμε έξι κύκλους.

Ο πατέρας μου άκουγε προσεκτικά τις ανεπιθύμητες ενέργειες που δυνητικά θα αντιμετώπιζε. Μερικές όπως η κόπωση, η ναυτία, η αλωπεκία και οι γαστρεντερικές ενοχλήσεις ήταν κατανοητές. Άλλες πάλι όπως η περιφερική νευροπάθεια η λευκοπενία και οι ευκαιριακες λοιμώξεις ηχούσαν κινέζικα στο αυτί του και παρά το ότι στην αρχή τον θορύβησαν αρκετά αποφάσισε να τις αγνοήσει επιδεικτικά. Έτσι, 11 Οκτωβρίου 2017, δειλά δειλά και με διάθεση «είμαι πρωτάρης αλλά θα σκίσω», ο πατέρας  ξεκίνησε την πρώτη του συνεδρία. Εκείνος, ξαπλωμένος στο δωμάτιο 4 του oneday clinic στο νοσοκομείο Μητέρα, παρατηρούσε τις σταγόνες του carboplatin να πέφτουν ενδοφλέβια μία προς μία και εγώ, καθισμένος δίπλα του σε μια ομολογουμένως αναπαυτική πολυθρόνα, προσπαθούσα αμήχανα και μάλλον αποτυχημένα να εκτονώσω το άγχος και την αγωνία μου στα colorbombs του candy crush. Ξαφνικά, έστρεψε το βλέμμα του προς εμένα και χαμηλόφωνα, σαν να απολογείται, ρώτησε: «Τι λες; Θα καταφέρουμε να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα;». Εγώ έκλεισα το ipad και εντελώς ορθά, κοφτά και με απόλυτη ειλικρίνεια του απάντησα «Ναι». Και το πίστευα.

25 Οκτωβρίου 2017 ολοκληρώσαμε τον πρώτο από τους έξι κύκλους. Σε γενικές γραμμές είχε λίγο κόπωση και αδυναμία αλλά η ανεπιθύμητη ενέργεια που τον ταλαιπώρησε περισσότερο ήταν η λευκοπενία. Με 750 τον απόλυτο αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων (φυσιολογικές τιμές 4.000 – 10.000) έμεινε αναγκαστικά μεν, υπάκουα δε, εσώκλειστος στο σπίτι για 4 ημέρες βαφτίζοντας τα Carboplatin και Navelbine φάρμακα του διαβόλου. Προς αποφυγή λοιμώξεων, έλαβε αυξητικούς παράγοντες λευκών, κάποια υποδόρια ενεσάκια δηλαδή που χρησιμοποιούμε για να δώσουμε ένα boost στον μυελό των οστών. Τα ενεσάκια αυτά ανέβασαν όντως τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων, χάρισαν όμως στον πατέρα μου και μερικές από τις δικές τους ανεπιθύμητες ενέργειες, κυρίως οστικά άλγη στη λεκάνη και τους μηρούς, ευτυχώς εύκολα αντιμετωπίσιμα με ήπια παυσίπονα. Τα ενεσάκια αυτά κατατάχθηκαν επίσης στην λίστα των φαρμάκων του διαβόλου.

Στις 29 Νοεμβρίου 2017 ολοκληρώσαμε τον τρίτο κύκλο χημειοθεραπείας και προς μεγάλη μας χαρά, οι επαναληπτικές αξονικές τομογραφίες που ακολούθησαν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές δείχνοντας σμίκρυνση των καρκινικών όζων. Ο πατέρας μου φόρτισε τις μπαταρίες του με αυτοπεποίθηση και μπόλικο κουράγιο και χωρίς να χάσουμε χρόνο ξεκινήσαμε για τους επόμενους τρεις και τελευταίους κύκλους. Τις Δευτέρες περνούσα απ´το σπίτι και του έπαιρνα αίμα, τις Τετάρτες πηγαίναμε για τη χημειοθεραπεία και στο τέλος αυτής, πίναμε το καθιερωμένο πια καφεδάκι μας στην καφετέρια του νοσοκομείου.  Η εύκολη κόπωση και τα ήπια οστικά άλγη ήταν υπαρκτά στην καθημερινότητά του, όμως τα αναγνώριζε σαν κάτι το απόλυτα φυσικό και τα δεχόταν ως τίμημα της χημειοθεραπείας για την «παράταση» που του χάριζε. Οι εβδομάδες συνέχισαν να κυλούν αναμενόμενα και σαφώς προβλεπόμενα. Τα λευκά αιμοσφαίρια συνέχισαν με μαθηματική ακρίβεια να κατακρημνίζονται και εμείς συνεχίσαμε με την ίδια μαθηματική ακρίβεια να τα ανεβάζουμε. Τελικά, και χωρίς να το καταλάβουμε, 20 Δεκεμβρίου 2017 ολοκληρώσαμε και τον τέταρτο κύκλο χημειοθεραπείας και αισίως, ναι, φτάσαμε στα Χριστούγεννα.

Δεν ξέρω τι να γράψω για αυτά τα Χριστούγεννα. Ο μπαμπάς μου ζούσε, και αυτό μου ήταν αρκετό.  Πήγαμε στο εξοχικό μας στο Δήλεσι. Δεν καλέσαμε άλλους συγγενείς. Αποφασίσαμε να περάσουμε όσο πιο όμορφα και οικογενειακά γίνεται και να ζήσουμε τις στιγμές αυτές με άφθονο φαγητό κρασί και μπύρα, παρέα με ένα τζάκι που δεν έσβησε ποτέ. Προσπαθούσα να απωθήσω τη σκέψη πως αυτά ίσως και να ήταν τα τελευταία του Χριστούγεννα. Τις περισσότερες στιγμές το κατάφερνα. Άλλες πάλι όχι. Έπαιρνα τα ακουστικά μου και τράβαγα βόλτες. Αναρωτιόμουν, ο ίδιος τι να σκεφτόταν; Τον έπιασα κάμποσες φορές να κατεβαίνει στον κήπο μας και να στέκεται μόνος δίπλα στη λεμονιά απολαμβάνοντας ήσυχα το τσιγάρο του με μια μπύρα. Τη θαύμαζε πολύ αυτή τη λεμονιά. Ήταν ένα τεράστιο δέντρο που έπιανε ένα μεγάλο μέρος στον κήπο και έβγαζε λεμόνια Χειμώνα Καλοκαίρι. Του την είχε κάνει δώρο ο θείος μου ο Στέλιος, ο αδερφός του, καμιά δεκαριά χρόνια πριν και πολύ την πρόσεχε. Ίσως αναρωτιόταν πόσα λεμόνια θα βγάλουμε φέτος. Μπορεί και όχι. Δεν ξέρω. Δε ρώτησα.

Τα φάρμακα του διαβόλου ολοκληρώθηκαν με τον έκτο και τελευταίο κύκλο. Ήταν Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018 και ναι, ήταν μια ηλιόλουστη όμορφη μέρα γεμάτη χαρά. Κεράσαμε τους πάντες στο νοσοκομείο και φύγαμε με ένα αίσθημα εκπλήρωσης, ολοκλήρωσης και ελευθερίας. Οι επόμενες τρεις εβδομάδες είχαν ξεκούραση και μόνο ξεκούραση για τον πατέρα μου μέχρι που 20 Φεβρουαρίου 2018 επαναλάβαμε τις αξονικές τομογραφίες για να δούμε τι συνολικά πετύχαμε.

Πόσες πια φορές πρέπει να αισθανθώ έτσι; Να χάνεται η γη κάτω απ’τα πόδια μου, να ιδρώνω, να χλωμιάζω και να μη μπορώ να αρθρώσω λέξη; Πόσες; Προς μεγάλη μου έκπληξη και συνάμα απογοήτευση, τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά. Δεν ήταν καθόλου καλά. Καθόμασταν με τον ακτινολόγο και συγκρίναμε εκατοστό προς εκατοστό τις αξονικές τομογραφίες. Κάθε όζος στο πνευμονικό παρέγχυμα, κάθε πάχυνση στον υπεζωκότα και κάθε λεμφαδένας στο μεσοθωράκιο, ήταν όλα, ένα προς ένα, μεγαλύτερα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ενώ στους πρώτους τρεις κύκλους χημειοθεραπείας όλα πήγαιναν κατ’ευχήν, πριν καλά καλά τελειώσουμε τον έκτο κύκλο ο καρκίνος είχε ήδη υποτροπιάσει. Δε μπορούσα να δεχτώ πως όλες οι προσπάθειές μας, όλη η ταλαιπώρια της χημειοθεραπείας έγιναν για το τίποτα. Τόση αγωνία, τόσες ελπίδες, τόση υπομονή για τόσους μήνες μόνο και μόνο για να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο ακριβώς στη στιγμή της διάγνωσης. Με τους ίδιους όζους, τις ίδιες παχύνσεις και την ίδια ανημποριά. Γιατί; Πώς έγινε αυτό; Ήταν δυνατόν;

Μα φυσικά και ήταν. Και η εξήγηση είναι απλή. Βλέπετε στον καρκίνο, όση αισιοδοξία και να έχεις, όσες ελπίδες και αν τρέφεις, όσα κεριά και αν ανάψεις, τον κύριο λόγο θα έχει πάντα το κύτταρο. Η βιοψία. Και σε αυτή τη βιοψία ο πατέρας μου ήταν εξαρχής άτυχος. Πολύ άτυχος. Χαμηλή διαφοροποίηση και υψηλή επιθετικότητα. Τι δεν καταλαβαίνεις ηλίθιε; Γιατί απογοητεύεσαι; Μην απογοητεύεσαι. Γιατί ελπίζεις; Μην ελπίζεις. Ξεκίνα επιτέλους να σκέφτεσαι σα γιατρός και δέξου και αποδέξου ότι η πραγματικότητα που θα ζήσεις από εδώ και πέρα έχει προδιαγεγραμμένη πορεία και συγκεκριμένο επίλογο.

ΚΑΛΕΣ ΚΑΙ ΚΑΚΕΣ ΜΕΡΕΣ

images

Πόσο εύκολο είναι να συμφιλιωθεί κανείς με το θάνατο όσο είναι ακόμα στη ζωή; Αν για παράδειγμα κάποιος σου ανακοινώσει ότι έχεις 90 ημέρες ζωής πόσο θα σου πάρει να δεχτείς αυτή την αντίστροφη μέτρηση και πώς θα περνάς την κάθε σου μέρα; Θα μπορέσεις ποτέ να σταματήσεις να σκέφτεσαι ότι αύριο θα έχεις 89 ημέρες ζωής και μεθαύριο 88; Θα μπορέσεις να συνεχίσεις να ζεις «φυσιολογικά» την καθημερινότητά σου ή μήπως κάθε μέρα που περνά θα κυριαρχείται από το μοιραίο της 90ής; Όλοι ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε κάποτε. Γενικώς και ασαφώς. Δεν θα είναι τώρα, δε θα είναι σε τρεις μήνες ούτε σε ένα χρόνο. Θα είναι κάποτε. Και με το κάποτε οι περισσότεροι μπορεί και να είμαστε δυνατοί και να διαλαλούμε ότι δε φοβόμαστε το θάνατο. Όταν όμως το κάποτε συγκεκριμενοποιηθεί στο πεπερασμένο 90, τα πράγματα αλλάζουν. Τι θα αισθανθείς τότε; Φόβο; Αδικία; Αδυναμία; Ανημποριά;

Ήταν τόσο αναμενόμενη η επόμενη ερώτηση του πατέρα μου. «Πόσο χρόνο έχω;». Φυσικά και δεν ήξερα να απαντήσω. Άλλωστε ήταν πολύ νωρίς να μιλήσουμε για χρόνους. Έπρεπε να οργανωθούμε και να κάνουμε ό,τι είναι ιατρικά και επιτακτικά πια απαραίτητο για να διασφαλίσουμε το ένα και μόνο ιερό ζητούμενο. Την ποιότητα Ζωής. Του άρεσε αυτό του πατέρα μου διότι το τελευταίο δίμηνο δεν περνούσε καλά. Το βασανιστικό του σύμπτωμα δεν ήταν η δύσπνοια, ο βήχας ή η αιμόπτυση (συμπτώματα που δε βίωσε ποτέ) αλλά η αφόρητη θωρακαλγία-οσφυαλγία λόγω της εντοπισμένης καρκινικής πάχυνσης του υπεζωκότα που πίεζε το σύστοιχο μεσοπλεύριο νεύρο. Ό,τι παυσίπονα και να έπαιρνε, όσα αντιφλεγμονώδη (ενέσιμα ή από του στόματος) και να του χορηγούσα ο πόνος ήταν παρών κάθε φορά που ξάπλωνε. Προσπαθούσε να βρει μία στάση να τον ανακουφίζει έστω και για λίγο. Υπήρχαν μέρες καλές που το κατάφερνε και μέρες κακές που ό,τι και να έκανε πονούσε. Κατέληγε να ξαπλώνει στο πάτωμα δεξιά πλάγια, σε εμβρυική στάση. Έτσι, ίσως και να κοιμόταν κάνα τρίωρο. Το υπόλοιπο βράδυ κυκλοφορούσε μόνος στο σπίτι, από το σαλόνι στο μπαλκόνι και από το μπαλκόνι στο σαλόνι, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, κάνοντας απόσβεση τις πιο σκοτεινές του σκέψεις στον αιωρούμενο καπνό. Ναι, ακόμα κάπνιζε. Πολύ. Γιατί όχι άλλωστε;

Για να έχουμε έναν κοινό και αντικειμενικό άξονα συνεννόησης του ζήτησα να βαθμολογεί τον πόνο από το μηδέν (καθόλου πόνος) ως το 10 (αφόρητος πόνος). Το 5 θα ήταν το όριο έντασης που θα μπορούσε να αντέξει. Γενικά στα τεσσάρια και τα πεντάρια δε με έπαιρνε τηλέφωνο για να μη με ανησυχήσει. Με ενημέρωνε το επόμενο πρωί. Αυτές ήταν  οι σχετικά καλές μέρες. Μερικές πάλι φορές, ευτυχώς όχι πολλές, βίωνε εξάρια και επτάρια. Αυτές ήταν οι κακές μέρες που δεν κοιμόταν καθόλου. Και από τις κακές αυτές μέρες, το μόνο που σήμερα θυμάμαι είναι ο πανικός. Ο πανικός που ήμουν ανήμπορος να τον βοηθήσω. Τρία πράγματα έπρεπε να γίνουν με κάθε θυσία και το γρηγορότερο δυνατόν: α) η έναρξη συνεδριών ακτινοβολίας στην περιοχή πίεσης του μεσοπλεύριου νεύρου, β) η λήψη βιοψίας και γ) η έναρξη χήμειο- ή άνοσοθεραπείας.

Εξήγησα τα πάντα στον πατέρα μου. Ο πόνος τον έκανε ανυπόμονο για την έναρξη οποιασδήποτε θεραπείας. Είπε σε όλα ναι. Έτσι, 20 Σεπτεμβρίου 2017 ξεκινήσαμε ακτινοβολίες. Προγραμματίστηκαν να γίνουν 16 συνολικά συνεδρίες, μία την ημέρα, καθημερινά, από Δευτέρα ως Παρασκευή. Πάντα έφευγα 1-2 ώρες νωρίτερα από τη δουλειά και τον πήγαινα με το αυτοκίνητο. Ήθελα να τον πηγαίνω εγώ. Στη διαδρομή πιάναμε την κουβέντα για όλα. Για μένα, για εκείνον, για τη νόσο του, για τον πόνο του, για τη μάνα μου, για τον αδερφό μου, για τους συγγενείς του. Λέγαμε και τις μπούρδες μας, τι έγινε στο Survivor, στο Masterchef ή σε κάτι τούρκικες σειρές που έβλεπε με τη μάνα μου και που ανάθεμα και αν θυμάμαι τον τίτλο τους τώρα. Οι ρόλοι μου εναλάσσονταν από ώρα σε ώρα. Προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε ανάγκη να ακούσει. Πότε του μιλούσα σα γιατρός και πότε σα γιος. Μας έκαναν απίστευτο καλό αυτές οι κουβέντες. Εγώ δυνάμωνα όλο και περισσότερο και αν και δεν κατάφερα να συμφιλιωθώ με την ιδέα του θανάτου, δεν ξαναέκλαψα ποτέ μπροστά του. Ο πατέρας βλέποντας εμένα δυνατό, χαλάρωνε και άρχιζε επιτέλους να ανοίγεται και  να μοιράζεται τους πιο κρυφούς του φόβους και ανησυχίες κάνοντας το «μαζί» πια πράξη.

Ευτυχώς μετά την πέμπτη συνεδρία ακτινοβολίας ο πόνος ελαττώθηκε εντυπωσιακά. Ο πατέρας μου μπορούσε να κοιμηθεί πια στο κρεβάτι με ελάχιστα παυσίπονα. Η ποιότητα Ζωής του είχε επανέλθει. Και αν καμιά φορά δεν κοιμόταν ήταν λόγω αγωνίας για το τι θα του επιφύλασσε η επόμενη ημέρα. Θα ήταν άραγε μία καλή ή μία κακή ημέρα; Έτσι ειχαμε συμφωνήσει. Να μη σκεφτόμαστε ποτέ τον επόμενο μήνα ή την επόμενη εβδομάδα. Μόνο την επόμενη μέρα. Να αντιμετωπίζουμε το θηρίο με μικρούς βηματισμούς και εφικτούς στόχους. Και ο πρώτος στόχος, η ύφεση του πόνου, είχε κιόλας κατακτηθεί.

Ο δεύτερος στόχος ήταν φυσικά η βιοψία. Η βιοψία σε έναν καρκινοπαθή καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το ιδανικό πλάνο θεραπείας που πρέπει να ακολουθήσει και δυστυχώς ή ευτυχώς δίνει και μια πρώτη αδρή προσέγγιση του χρόνου επιβίωσης. Η πρώτη προσπάθεια βιοψίας του πατέρα μου υπό αξονικό τομογράφο εννοείται πως απέτυχε παταγωδώς χαρίζοντάς του έναν ωραιότατο πνευμοθώρακα. Η δεύτερη όμως έδωσε τελικά τον πολυπόθητο ιστό στο παθολογοανατομικό εργαστήριο οπότε λίγες μέρες μετά, 25 Σεπτεμβρίου 2017, χρώσεις, ανοσοϊστοχημείες και γονιδιακές εξετάσεις αποφάνθηκαν πως αυτό που έμελε να σκοτώσει τον πατέρα μου είχε τίτλο και ονομασία προέλευσης «μη μικροκυτταρικός καρκίνος πνεύμονα, πλακώδης, χαμηλής διαφοροποίησης με PDL1: 3%». Η διαφοροποίηση δε, ήταν τόσο χαμηλή που αρχικά ο παθαλογοανατόμος δεν μπορούσε να αναγνωρίσει καν την πνευμονική προέλευση των κυττάρων. Για τους μη γνώστες, στην ιατρική χαμηλή διαφοροποίηση σημαίνει υψηλή επιθετικότητα. Και υψηλή επιθετικότητα σημαίνει … σημαίνει πολύ απλά ότι μας περίμενε μεγάλος αγώνας. Ο μπαμπάς ενημερώθηκε ότι το θεριό είναι πολύ πιο ζόρικο απ΄όσο περιμέναμε και ελπίζαμε. Ενημερώθηκε ότι θα ξεκινήσουμε άμεσα χημειοθεραπείες και ότι ίσως κάποια στιγμή βιώσει ανεπιθύμητες ενέργειες που θα μπορούσαν να του στοιχίσουν σε ποιότητα ζωής.

«Έχουμε αγώνα μπροστά μας μπαμπά»
«Φυσικά και έχουμε αγώνα. Αύριο. Πάμε να πιούμε κάνα καφέ τώρα;»

Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

370x208_lungteaser

Η ανακοίνωση σε έναν ασθενή ότι έχει καρκίνο δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εξατομικεύεται προφανώς από πολλούς παράγοντες όπως την ηλικία του, τη μόρφωση, τη διαύγεια πνεύματος και φυσικά το χαρακτήρα του. Ο πατέρας μου είναι 72 ετών με καλό επίπεδο μόρφωσης, χωρίς άνοια. Είναι ένας περήφανος άνθρωπος με δυνατό χαρακτήρα που το μόνο που ήξερε από νέος ήταν να δουλεύει καθημερινά και με υπερωρίες ως μηχανουργός στην ΕΛΣΑ για να συντηρήσει την οικογένειά του. Ακόμα και μετά τη συναξιοδότησή του εξακολουθούσε να είναι αρκετά δραστήριος. Είτε θα έβαφε το σπίτι, είτε θα φύτευε ντοματιές και αγγουριές στο εξοχικό μας στο Δήλεσι, είτε θα ψάρευε, είτε θα μαγείρευε, με κάθε τρόπο έδειχνε τον ισχυρό και οργανωτικό του ρόλο στην οικογένεια. Δε θα μπορούσα να του κρύψω τίποτα. Δεν ήθελα κιόλας.

Μπήκα στο σπίτι. Ο πατέρας είχε ήδη γυρίσει απ´το Δήλεσι όπου είχε παραμείνει μόνος για 24 ώρες λόγω της ακτινοβολίας του PET-CT. Καθήσαμε να φάμε σα να μη συμβαίνει τίποτα και όταν η μητέρα μου και ο αδερφός μου πήγαν να ξαπλώσουν παραμείναμε μόνοι στην κουζίνα. Με κοίταξε στα μάτια και ρώτησε κατευθείαν: «Έχω το κακό Πέτρο; Έχω καρκίνο;». Δεν ήθελα να απαντήσω «ναι, έχεις καρκίνο». Μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Ήθελα κάπως να χρυσώσω το χάπι, έστω στην αρχή, σε μια προσπάθεια μου να μη στεναχωρεθεί, μην απογοητευτεί και το κυριότερο να μη μου αρνηθεί τον περαιτέρω έλεγχο που έπρεπε να γίνει. Είχα πάρει και έναν άτλαντα ανατομίας μαζί για να του εξηγήσω τι σημαίνει υπεζωκότας, να του δείξω ακριβώς που είναι η οζώδης βλάβη και με ποιο τρόπο πιεζόταν το δέκατο μεσοπλεύριο νεύρο που του προκαλούσε τον πόνο.

«Δεν ξέρω μπαμπά, είναι πιθανό να έχεις καρκίνο αλλά δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν δεν κάνουμε βιοψία πρώτα». Ξεκίνησα να του αναλύω σε ποιο σημείο θα επιχειρήσουμε να πάρουμε βιοψία, όμως ο πατέρας μου τελικά δεν ενδιαφερόταν και πολύ για τις ιατρικές λεπτομέρειες. Μπορεί και να τον ενοχλούσαν. Ήταν προφανές πως εκείνη τη στιγμή με ήθελε σαν γιο και όχι σα γιατρό. Μου έπιασε το χέρι λέγοντας «ρε χαζέ, μην ανησυχείς, ό,τι και να είναι, ο πατέρας σου είναι αρκούδι, μην κολλάς. Απλά θέλω να μου υποσχεθείς πως θα έχω τις επιλογές μου. Δε θέλω να μου κρύψεις τίποτα όσο κακό και αν είναι ε;». Μου άρεσαν πολύ αυτά τα πρώτα λόγια του.

Φυσικά και κατάλαβε πως έχει καρκίνο όμως επέλεξε να είναι αισιόδοξος. Και το ίδιο έπρεπε να κάνω και εγω. Να φανώ ήρεμος, ψύχραιμος και δυνατός είτε αυτό γινόταν με την ιδιότητα του γιατρού, είτε με την ιδιότητα του υιού. Δυστυχώς όμως όσο και να το προετοίμαζα από την προηγούμενη ημέρα, δεν τα κατάφερα. Ενώ τον έβλεπα μπροστά μου αισιόδοξο, το ηλίθιο μυαλό μου άρχισε να κατεβάζει δεκάδες εφιαλτικές εικόνες που έδειχναν ένα Δήλεσι εγκαταλελειμμένο, ετοιμόρροπο, με ξεραμένες ντοματιές και αγγουριές, ένα toyota corolla αραγμένο και σκονισμένο στο πάρκινγκ και έναν μπαμπά, απισχνασμένο, καταβεβλημένο με παρεντερική σίτιση και μάσκα οξυγόνου να αποδεικνύει με τον πιο βάρβαρο και ξεκάθαρο τρόπο ότι ο καρκίνος σκοτώνει.

Δεν του αποκάλυψα ποτέ αυτές τις εικόνες. Ούτε πρόκειται. Ήταν και είναι οι δικοί μου φόβοι. Χαμήλωσα το βλέμμα μου και  έβαλα τα κλάματα. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως σε αυτή τη μάχη η αισιοδοξία είναι μέγα όπλο και με αυτό το όπλο ο καρκίνος μπορεί μεν να σκοτώνει αλλά όχι πάντα. Οι εικόνες όμως συνέχισαν να έρχονται ασταμάτητα. «Ααα δε θέλω τέτοια» μου είπε ο μπαμπάς και έκλεισε την πόρτα της κουζίνας μην ακούσει κάτι η μάνα μου. «Θα το παλέψουμε μαζί. Γιο γιατρό έχω και δε φοβάμαι τίποτα». Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. Χαμογελούσε. Ήταν φοβερό. Εγώ έκλαιγα και ο μπαμπάς χαμογελούσε. Και κάπως έτσι ο αγώνας μας ξεκίνησε. Μαζί.

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΘΝΗΤΟΙ

0*VWU8mj_rXlj9pQaW

Ήθελα πολύ καιρό, σχεδόν έξι μήνες, να γράψω τις σκέψεις μου. Όχι να τις μοιραστώ. Μόνο να τις γράψω. Και μετά να τις διαβάσω. Και να τις ξαναδιαβάσω. Και μετά να προσπαθήσω να τις διορθώσω, να τις αλλάξω σειρά, να τις οργανώσω σε μια προσπάθεια να οργανωθώ και εγώ ο ίδιος. Δεν τα κατάφερα. Η δουλειά πολλή. Η κούραση περισσότερη. Ή απλά το απέφευγα. Δεν ξέρω.

Σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη, αποφάσισα να το κάνω. Ή τουλάχιστον να το προσπαθήσω. Είναι 14:15, κάθομαι στο δωμάτιο 9 του oneday clinic στο νοσοκομείο Μητέρα. Πληκτρολογώ στο ipad. Οι σκέψεις είναι δυσάρεστες, τολμώ να πω επώδυνες. Εντούτοις γράφω ήρεμα.  Δίπλα βρίσκεται ξαπλωμένος ο πατέρας μου. Κοιμάται γαλήνια όσο πέφτει ενδοφλέβια το φάρμακο. Opdivo. Θα μπορούσε να λέγεται και ελπίδα.

Πριν επτά μήνες ο πατέρας μου διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για έναν γιατρό. Να βάζει μια τέτοια διάγνωση σε ένα τόσο κοντινό του άνθρωπο. Παραπονιόταν για ένα πόνο στο δεξί υποχόνδριο και λίγο στην πλάτη. Δύο μήνες τον ταλαιπωρούσε αλλά έπαιρνε αναλγητικά και δεν μου έλεγε τίποτα. Αποφάσισε να μου το πει αρχές Σεπτεμβρίου όταν τα παυσίπονα δε βοηθούσαν.  «Η χολή σου θα είναι πατέρα, έλα στο νοσοκοκομείο να σου κάνω εξετάσεις». Η χολή δεν ήταν. Ο υπέρηχος άνω κάτω κοιλίας ήταν φυσιολογικός. Η ακτινογραφία θώρακος όμως όχι. Με το που εκτυπώθηκε, στάθηκα μπροστά στο διαφανοσκόπιο και την κοιτούσα. Κοιτούσα ξανά το όνομα. Μπας και ήταν άλλου. Όχι. Ήταν του πατέρα μου. Και κάπως έτσι, 13 Σεπτεμβρίου 2017, ξεκίνησαν όλα, με εμένα χλωμό και κάθιδρο να παρατηρώ μια νομισματοειδή σκίαση στον δεξιό πνεύμονα του πατέρα μου.

Τα χαστούκια έρχονταν απανωτά. Κάθε μέρα επιφύλασσε και κάτι διαφορετικό. Το επόμενο βήμα ήταν οι αξονικές τομογραφίες. Επιβεβαίωσαν ότι η νοσμισματοειδης σκίαση ανήκει στον κάτω λοβό του δεξιού πνεύμονα σε γειτνίαση με τον υπεζωκότα. Ευτυχώς δε διαπιστώθηκαν μεταστάσεις σε άλλα όργανα. Εγκέφαλος, κοιλία και οστά ήταν καθαρά. Αμέσως άρχισα να επεξεργάζομαι πιθανά σενάρια στο μυαλό μου. Άρχισα να ελπίζω. Μήπως το προλάβαμε; Μήπως είμαστε μόλις στο πρώτο στάδιο; Μια λοβεκτομή και ίαση. Ευκολάκι; Όχι.

Δύο μέρες μετά ακολούθησε το PET-CT, η τεχνολογία σε όλο της το μεγαλείο και συνάμα η εξέταση εκλογής στην περίπτωση του πατέρα μου. Χρησιμοποιώντας τη γενική παραδοχή ότι τα καρκινικά κύτταρα έχουν ταχύτερο μεταβολισμό από τα φυσιολογικά, έχει τη δυνατότητα-ικανότητα να αποκαλύπτει καρκινικές εστίες-μεταστάσεις που δε φαίνονται στην απλή αξονική τομογραφία. Ο πατέρας μου μετά την εξέταση πήγε Δήλεσι διότι λόγω ακτινοβολίας, έπρεπε να παραμείνει για περίπου 24 ώρες μόνος του. Εγώ πήγα στη μάνα μου και τον αδερφό μου οι οποίοι δε γνώριζαν τίποτα. Είχε ευαισθητοποιηθεί η συνάδελφος ακτινολόγος να με ενημερώσει άμεσα με τα πρώτα αποτελέσματα. Και έτσι έγινε.

Παίζει να ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Η συνάδελφος ήταν απίστευτα ευγενική όμως τα λόγια της τσάκιζαν. Εκτός από τη βασική νομισματοειδή σκίαση διαμέτρου δύο περίπου εκατοστών, υπήρχαν παχύνσεις του υπεζωκότα, αρκετά μικρά οζίδια διάσπαρτα στο πνευμονικό παρέγχυμα και δύο έντονα ύποπτοι λεμφαδένες στο μεσοθωράκιο. Συνέχεια άκουγα την έκφραση «υπερμεταβολική εστία εδώ» «υπερμεταβολική εστία εκεί». Ήθελα να της πω «σκάσε» αλλά έπρεπε να το ακούσω μέχρι το τέλος. Και το τέλος ήταν και το χειρότερο. Μία από τις παχύνσεις του υπεζωκότα ερχόταν σε επαφή με τον δέκατο θωρακικό σπόνδυλο. Ήταν αρκετά μεγάλη και ουσιαστικά εισχωρούσε μέσα στο μεσοσπονδύλιο τρήμα  πίεζοντας το σύστοιχο μεσοπλεύριο νεύρο. Το μυστήριο λύθηκε. Αυτό εξηγούσε τον πόνο στην πλάτη αλλά και την ζωστηροειδή του επέκταση στο δεξί υποχόνδριο.

Κλείνοντας το τηλέφωνο με έπιασαν τα κλάματα. Η μάνα μου σάστισε. Κάθησε δίπλα μου και άρχισε να μου χαϊδεύει την πλάτη. Με ρωτούσε τι έχω. Παρά την άνοιά της άρχισε να κάνει συνειρμούς. Γιατί ο μπαμπάς πήγε μόνος του Δηλεσι; Είναι καλά; Καλή η ερώτηση σκέφτηκα. Είναι καλά; Τι θα του πω όταν με πάρει τηλέφωνο; Πώς θα το ανακοινώσω; Πώς θα τον στηρίξω; Τι να απαντήσω στη μάνα μου; Χρειαζόμουν ο ίδιος χρόνο. Χρόνο καταρχήν να θρηνήσω και να πλαντάξω. Χρόνο να δεχτώ και να αποδεχτώ. Και το κυριότερο, χρόνο για να δυναμώσω, μπας και καταφέρω και αντιμετωπίσω τη σκληρή αλήθεια που μόλις έμαθα. Ότι ο πατέρας μου έχει καρκίνο του πνεύμονα. Χωρίς καμία πιθανότητα ίασης.

ΕΟΠΥΥ

EOPYY_aFTODIOIKISI

To 2011 είναι η χρονιά της Υγείας. Οι αλλαγές που ήδη ξεκίνησαν θεωρούνται κατά γενική ομολογία κοσμοϊστορικές. Καταρχήν η βασιλεία του ΙΚΑ τελείωσε. Και μαζί με αυτή τελείωσε και το βασανιστήριο χιλιάδων ασθενών που περίμεναν δύο και τρεις μήνες για μία απλή συνταγογράφηση. Δε συζητάμε φυσικά για τη στοιχειώδη κλινική εξέταση όπου σαφώς και δεν υπήρχε χρόνος στα πρωινά ιατρεία του ΙΚΑ (οπότε με λεπτούς και έμμεσους χειρισμούς ο ασθενής κατευθυνόταν στο ιδιωτικό ιατρείο του εκάστοτε ΙΚΑτζή). Ναι, η βασιλεία του ΙΚΑ τελείωσε. Το επαναλαμβάνω μπας και το πάρετε όλοι πρέφα. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα πια να επιλέξει οποιονδήποτε ιδιώτη γιατρό γουστάρει αρκεί αυτός να έχει σύμβαση με το δημόσιο (ΟΠΑΔ) ή ΟΑΕΕ (πρώην ΤΕΒΕ).

Η σύσταση αυτού του ΕΟΠΥΥ (ενιαίος οργανισμός παροχής υπηρεσιών υγείας) αναμένεται να γίνει επίσημα τον Ιούνιο ενώ το χρονικό διάστημα που διανύουμε τώρα έχει κατά κάποιο τρόπο δοκιμαστικό και πιλοτικό χαρακτήρα με την έναρξη εξέτασης των ασθενών του ΙΚΑ από γιατρούς του ΟΠΑΔ ή ΟΑΕΕ. Το νομοσχέδιο αυτό όμως στην πλήρη ανάπτυξή του, έχει πάρα πολλές (σκόπιμες ή μη) ασάφειες σε κάποια νευραλγικά και βασικά του σημεία. Για παράδειγμα δύο απορίες που αμέσως αμέσως προκύπτουν είναι: Το ταμείο αυτό θα το έχουν όντως ΟΛΟΙ οι ιδιώτες γιατροί ή θα είναι ένα «ταμείο-φιλέτο» που θα έχουν οι λίγοι και «εκλεκτοί» όπως συνέβαινε τώρα με το ΙΚΑ; Πώς θα γίνεται η αμοιβή των γιατρών; Στο δεύτερο αυτό σημείο, το μπάχαλο είναι τεράστιο. Κυκλοφόρησε το σενάριο περί μίας κατά κάποιο τρόπο πάγιας μηνιαίας  αμοιβής της τάξης των 500-600 ευρώ (όσους ασθενείς και να δει ο γιατρός). Αλλά για σκεφτείτε το λίγο. Ως τώρα έτσι γινόταν η αμοιβή των συμβεβλημένων με τον ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ). Είναι δυνατόν να βλέπει ο γιατρός τους ασθενείς ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ, που ουσιαστικά καλύπτουν σχεδόν το 90% όλου του πληθυσμού στην Ελλάδα, στην τιμή του ενός; Αυτό ήταν και είναι ένα από τα σημαντικότερα σημεία της απεργίας διότι αν όντως ισχύσει κάτι τέτοιο, τα ιδιωτικά ιατρεία γίνονται μη βιώσιμα. Μία λοιπόν βασική απαίτηση των κινητοποιήσεων που έγιναν ήταν η αμοιβή των γιατρών σε αυτό το ΕΟΠΥ να γίνεται κατά πράξη και περίπτωση (ανά ασθενή δηλαδή). Και αυτό είναι κάτι που τουλάχιστον πιλοτικά μέχρι τον Ιούνιο, όπως δεσμεύτηκε ο κ.Λοβέρδος, θα γίνει. Και μη φανταστείτε καμιά υπέρογκη αμοιβή: Ένα starclub και μία σαλάτα του σεφ! Τόσα κοστίζει η ατομική υγεία στην Ελλάδα.

Το τι πραγματικά μας επιφυλάσσει απ’τον Ιούνιο και μετά το κράτος, είναι πραγματικά άγνωστο και επτασφράγιστο μυστικό. Και σε εμάς τους γιατρούς και σε εσάς τους ασθενείς. Το σίγουρο είναι ένα. Σε τούτη τη χώρα, οι όποιες κοσμοϊστορικές αλλαγές σκοπεύουν σε ένα και μόνο πράγμα. Να δώσουν ρευστό στα ταμεία του κράτους. Και χρήμα όντως θα εξοικονομηθεί μόνο και μόνο με τη θεσμοθέτηση της ενιαίας ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Όμως τα λεφτά αυτά θα φτάσουν και για την αξιοπρεπή αμοιβή των γιατρών του ΕΟΠΥΥ κατά πράξη και ασθενή ή μήπως η κυβέρνηση σκοπεύει να παίξει με τις λέξεις και τις ασάφειες του νομοσχεδίου; Αν όντως γίνει έτσι, αντιλαμβάνεστε πως οι απεργιακές κινητοποιήσεις το Καλοκαίρι, σαφώς και θα γίνουν πιο έντονες και μαζικές διότι πολύ απλά θα μιλάμε για τον πλήρη ευτελισμό και απαξίωση του ιατρικού επαγγέλματος.Και μη μου σχολιάσετε οι όποιοι «ανθρωπιστές» περί επαγγέλματος, λειτουργήματος, και τη διαφορά αυτών. Οι ελεημοσύνες τέρμα. Διότι μπορεί για να είσαι ένας καλός γιατρός να πρέπει να είσαι και καλός άνθρωπος, καλός άνθρωπος όμως δε σημαίνει και μαλάκας!

101

f9af6d883e28c0cb5d18798f3aeea211

Η κυρία Π ήταν 100 ετών και εκτός από μία ήπια υπέρταση και μία ήπια νεφρική ανεπάρκεια, κρατιόταν για την ηλικία της πολύ καλά. Ζούσε περιτριγυρισμένη από παιδιά και εγγόνια που πολύ τη φρόντιζαν και την αγαπούσαν. Περιπατητική και κοτσωνάτη στο σπίτι, το μόνο που πρόδιδε μερικές φορές την ηλικία της ήταν η άνοια. Άλλες φορές σατίριζε και σχολίαζε τα πάντα και άλλες φορές χανόταν στους λαβυρίνθους του μυαλού της και δεν αναγνώριζε ούτε τα παιδιά της.

Η κυρία Π πριν ένα μήνα σκόνταψε στο σκαλί του σπιτιού και έσπασε το αριστερό της ισχίο. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο μας και υποβλήθηκε επειγόντως σε ολική αρθροπλαστική. Ήταν μία δύσκολη και χρονοβόρα επέμβαση από την οποία εξήλθε με 21 αιματοκρίτη. Παρολαυτά, όταν συνήλθε από την αναισθησία, η γιαγιά κατέπληξε τους πάντες με τη διαύγεια πνεύματος και την απίστευτη θέληση της για ζωή. Εγώ θα ζήσω διαλαλούσε στην εγγόνα της και γελούσε.

Τα προβλήματα ξεκίνησαν περί τη δεύτερη μετεγχειρητική μέρα όταν η ήπια νεφρική ανεπάρκεια άρχισε να επιδεινώνεται. Λίγο το διεγχειρητικό stress, λίγο η πτώση του αιματοκρίτη και της πίεσης, προφανώς ζόρισαν τα νεφρά. Και κάπου εδώ κλήθηκα εγώ ως παθολόγος, καθώς και ένας νεφρολόγος για μία από κοινού θεραπευτική παρέμβαση.

Πίστευα πως ο νεφρολόγος θα πρότεινε κατευθείαν αιμοκάθαρση μπας και δοθεί κάποιος χρόνος στα νεφρά να ανακάμψουν. Το έχω ξαναζήσει άλλωστε το σενάριο αυτό και συνήθως μετά από 3-4 συνεδρίες η νεφρική λειτουργία αποκαθίσταται. Εντούτοις και προς μεγάλη μου έκπληξη θα έλεγα, ο συνάδελφος στηριζόμενος κυρίως στην ηλικία της ασθενούς, έδωσε πολύ μικρό ποσοστό επιβίωσης (γύρω στο 10%) κατά την αιμοκάθαρση, προδικάζοντας φυσικά την άρνηση των  συγγενών να υποβληθεί η γιαγιά σε οποιαδήποτε τέτοια συνεδρία. Εγώ πάλι θεωρούσα πως μια τέτοια συνεδρία ήταν και η μοναδική ελπίδα της γιαγιάς να ζήσει και έπρεπε να εξαντλήσουμε ακόμα και αυτό το μικρό 10%!

Τις επόμενες δεκαπέντε ημέρες βίωσα το απόλυτο δράμα. Να προσπαθώ μάταια να καταφέρω το θαύμα με όλους τους τρόπους πλην της αιμοκάθαρσης, όμως με μία κρεατινίνη πια κοντά στο 6,5 δε σε σώζει κανένα διουρητικό και καμιά ντοπαμίνη. Και κάθε μέρα που περνούσε ήθελα να μιλήσω ανοιχτά στους συγγενείς, να τους εξηγήσω πως η γιαγιά θέλει να ζήσει και στο κάτω κάτω, αν είναι να πεθάνει, ας πεθάνει ηρωικά κατά την προσπάθεια θεραπείας της στο μηχάνημα της αιμοκάθαρσης και όχι στο κρεβάτι της απλά αναμένοντας το μοιραίο.

Δεν είπα τίποτα. Και δεν είπα διότι πρώτον αυτό θα αναιρούσε το συνάδελφο νεφρολόγο φέρνοντάς με σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του και δεύτερον διότι πολύ απλά θα προκαλούσα ισχυρές τύψεις στο συγγενικό περιβάλλον. Και πραγματικά δεν έφταιγαν αυτοί. Οι γιατροί θα έπρεπε να έχουμε τύψεις από κοινού, καταρχήν διότι αγνοήσαμε την επιθυμία της γιαγιάς να ζήσει και κατά δεύτερον διότι εμείς ήμασταν αυτοί που δίνοντας έμφαση στο 80% ποσοστό θανάτου αγνοήσαμε παντελώς το 10% ποσοστό επιβίωσης. Στις 07/12/2010 η κυρία Π κατέληξε. Σήμερα θα έκλεινε τα 101.

 

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

videoblocks-3d-animation-of-a-hiv-virus-on-a-white-background-with-alpha-channel_siilicfzz_thumbnail-full01

Φανταστείτε ένα κοντέρ που στη μία του άκρη να γράφει αγάπη και στην άλλη μίσος, παραδίπλα άλλο ένα που στη μία του άκρη να γράφει δυστυχία και στην άλλη ευτυχία, παρακάτω ακόμα ένα που στη μία του άκρη να γράφει ψεύτικος και στην άλλη αληθινός. Φανταστείτε τώρα ένα δωμάτιο με άπειρα τέτοια κοντέρ, κοντέρ αντιθέσεων, των οποίων η βελόνα γέρνει πότε προς τη μία και πότε προς την άλλη μεριά ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες που βιώνουμε. Αναλογισθείτε πραγματικά πόσα τέτοια πολλά άσπρα-μαύρα υπάρχουν στον καθένα μας. Εύσπλαχνος-άσπλαχνος, τσιγκούνης-σπάταλος, ευχάριστος-δυσάρεστος, πλούσιος-φτωχός, φίλος εχθρός. Αυτή είναι η ζωή μας! Ένα μάτσο από κοντέρ που συνιστούν εκφάνσεις του εγώ μας, ένα σύνολο μετρήσεων με μεγάλο εύρος κατανομής μεταξύ ελαχίστης και μεγίστης τιμής, ώστε κάθε άνθρωπος τελικά να είναι μοναδικός.

Ένα ειδικό κοντέρ γράφει Υγεία. Είναι ειδικό διότι σε πολλές περιπτώσεις αν αυτό τήνει στο μηδέν, συμπαρασύρει προς τα κάτω αυτόματα και τα υπόλοιπα. Και αυτό συμβαίνει πολύ γρήγορα. Μερικές φορές σε κλάσματα δευτερολέπτου. Τη μία στιγμή είσαι ο ευτυχής οικογενειάρχης που αγαπά και βοηθά τον κόσμο όλο και τη άλλη χάνεις τη γη κάτω απ’τα πόδια όταν σου ανακοινώνεται ότι έχεις καρκίνο ή σκλήρυνση κατά πλάκας ή πλαγία μυατροφική σκλήρυνση ή εν πάσει περιπτώσει οτιδήποτε ανίατο. Δύσκολο να το συνειδητοποιήσεις και επώδυνο να το αποδεχτείς. Αυτό που κάποτε το έβλεπες στα ΜΜΕ ή το διάβαζες στα βιβλία, αποκτά ύλη, σάρκα και οστά σε δικούς σου ανθρώπους. Ζωντανεύει και αρχίζει να εμφανίζει όλες εκείνες τις εργαστηριακές εξετάσεις και συμπτώματα που υπογράμμιζες με φωσφοριζέ μαρκαδόρο για την εξεταστική. Και συνειδητοποιείς πως αυτό που για σένα ήταν επτά σελίδες στον δεύτερο τόμο παθολογίας, για τους ασθενείς είναι ο τρόπος ζωής τους.

Για σένα γράφω φίλε μου, κολλητέ μου, πατέρα μου και αδερφέ μου. Εσένα που με συμβούλευες πάντα στα δύσκολα, εσένα που ήσουν (και είσαι) πρότυπο αναφοράς, πρότυπο προγράμματος, πρότυπο δουλειάς, πρότυπο διασκέδασης. Η μοίρα δε σου φέρθηκε σωστά. Δεν ξέρω τι να κάνω και πώς να αντιδράσω. Ψάχνω να βρω τρόπους να σου γλυκάνω ένα πικρό χάπι που δεν κατεβαίνει με τίποτα. Το στάδιο της ανακοίνωσης όμως είναι πολύ δύσκολο και η αλήθεια είναι πως δε χρησιμοποίησα καμία σάλτσα υπεκφυγής. Αισθάνομαι λίγο άσχημα γι’αυτό. Σου είπα τις πιθανότητες και την έκβαση της νόσου στο μπαμ μπαμ! Νομίζω πως ο χαρακτήρας σου είναι τέτοιος που αντέχει την αλήθεια κατάμουτρα ακόμα και αν αυτή αφορά στον ευαίσθητο τομέα της Υγείας. Ελπίζω να έπραξα καλά. Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα. Και θα σου απαντήσω αμέσως:

Ίσως αποξενωθείς για ένα χρονικό διάστημα σε μια προσπάθεια εσωτερικής σου ανασυγκρότησης. Θα το καταλάβω και θα το σεβαστώ. Θα εκπλαγώ μάλιστα αν δεν το κάνεις! Μέρα με τη μέρα όμως θα επιστρέψεις στους προηγούμενους ρυθμούς σου. Αλήθεια στο λέω! Είμαι τόσο μα τόσο σίγουρος! Είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής  βλέπεις, το μυαλό σου, η ψυχή σου, το σώμα σου να προσαρμοστούν όλα ταχύτατα στις νέες συνθήκες με απώτερο και ιερό σκοπό την επιβίωση. Έτσι, το φορτίο που σηκώνεις μπορεί να είναι βαρύ όμως εσύ θα μπρατσώσεις περισσότερο και δε θα σε κουράζει πια. Το χάπι που καταπίνεις μπορεί να είναι πικρό, όμως όπως συμβαίνει και με τον πικρό καφέ, θα το συνηθίσεις διότι πολύ απλά θα κόψεις εντελώς τη ζάχαρη. Τα κοντέρ σου θα αρχίσουν πάλι να ανεβαίνουν και θα σταθεροποιηθούν σε νέες τιμές, διαφορετικές από τις προηγούμενες, προαναγγέλοντας ουσιαστικά την Ανάσταση ενός άλλου εαυτού. Και εκεί που θα μυρίζεις τη βροχή διαφορετικά, εκεί που θα γεύεσαι τον καφέ διαφορετικά, εκεί που θα παρατηρείς τα αστέρια απ’το μπαλκόνι σου διαφορετικά, θα συνειδητοποιήσεις πως πολύ απλά, ζεις διαφορετικά. Θα είσαι ένας άλλος άνθρωπος. Ένας καλύτερος άνθρωπος γιατί για πρώτη ίσως φορά, όλα σου τα αισθητήρια θα αξιοποιούν στο έπακρο το μεγαλύτερο δώρο που σου δόθηκε ποτέ. Τη Ζωή! Θα είμαι δίπλα σου φίλε μου! Και λόγω τιμής, όλα θα πάνε καλά!

Ι.Κ.Α

2d6c15d654bd7f03d72e8900a9ebd07f

Είμαι φοβερά εκνευρισμένος και συνάμα απογοητευμένος με τη δόμηση της Υγείας σε αυτή τη χώρα. Ίδρυμα Κοινωνικής Αγανάκτησης θα’πρεπε να σημαίνει το Ι.Κ.Α, διότι αν αυτό είναι ίδρυμα κοινωνικής ασφάλισης εμένα να με φτύσεις. Ντρέπομαι ως άνθρωπος και ως γιατρός για όλους τους συναδέλφους-λαμόγια, καραβανάδες, χαραμοφάηδες, εγωιστές, συμφεροντολόγους που στελεχώνουν τα δημόσια ταμεία και που αντί να εξυπηρετούν τον ασθενή, συνεισφέρουν απλά στη μέγιστη ταλαιπωρία του να τρέχει έρμαιος στη δίνη της γραφειοκρατίας μπας και βρει την υγειά του. Τη σωματική δηλαδή, γιατί την ψυχική την έχει ήδη χάσει προ πολλού. Δεν ξέρω πώς την έχουν δει έτσι οι ΙΚΑτζήδες γιατροί.

Το σενάριο που κατάφερε να σπάσει τη σιωπή ετούτου εδώ του μπλογκ έχει ως εξής (ναι, θα ακολουθήσουν κάποιες ιατρικές πληροφορίες). Μία ασθενής γύρω στα 60 με ιστορικό υπέρτασης υπό co-Aprovel 300/12,5 και ήπιας υπερλιπιδαιμίας υπό δίαιτα, επισκέφτηκε το ιατρείο υπέρτασης ενός γνωστού δημόσιου νοσοκομείου διότι τις τελευταίες μέρες διαπίστωσε κάποια 17άρια στις συστολικές της πιέσεις. Ο συνάδελφος άλλαξε την αγωγή σε co-Diovan 320/25 και προσέθεσε και ένα manyper το βράδυ. Δεκαπέντε μέρες μετά η ασθενής αισθάνθηκε αδυναμία, καταβολή, ναυτία, έσερνε τα πόδια της όπως περιέγραψε. Έκανε κάποιες αιματολογικές εξετάσεις που έδειξαν επιδεινωμένη νεφρική λειτουργία (Creat:2,2 Ur:110). Ο συνάδελφος συμβούλευσε την ασθενή να πίνει μπόοοολικο νεράκι. Δεκαπέντε μέρες αργότερα, η νεφρική λειτουργία σα να βελτιώθηκε όμως το νάτριο ορού κατακρημνίστηκε (Νa: 120). Και ενώ προσπάθησε να δει το γιατρό της στο νοσοκομείο, η απεργία που βρισκόταν εν εξελίξει της μετέθεσε το ραντεβού σε ένα μήνα. Στο σημείο αυτό κλήθηκα εγώ που αφού την εξέτασα, της εξήγησα πως δε συμφωνώ με την αύξηση του διουρητικού που προφανώς την αφυδάτωσε αλλά ούτε και με την υπερβολική πρόσληψη ύδατος προς αντιστάθμιση της αφυδάτωσης διότι σε συνδυασμό με το διουρητικό της έριξε το νάτριο. Και για να μη σας τα πολυλογώ, της συνέστησα απλά να κρατήσει την προηγούμενη αγωγή της με χαμηλή δόση διουρητικού και να παίρνει σαφώς και το manyper το απόγευμα.

Η ασθενής βελτιώθηκε κλινικοεργαστηριακά, όμως με πήρε τηλέφωνο παραπονούμενη πως ο γιατρός του ΙΚΑ δεν της γράφει την αγωγή διότι δεν προέρχεται από δημόσιο νοσοκομείο. «Βρε του εξήγησες την επιπλοκή που σου έκανε; Παθολόγος είναι δεν καταλαβαίνει; Τι θα κάνει; Θα σε αφήσει με την προηγούμενη αγωγή;» ρωτούσα απ’το τηλέφωνο. «Ναι, ο γιατρός ήταν ανένδοτος!» μου απαντούσε η ασθενής και φόρτωνα ακόμα περισσότερο. Αυτός ο συνάδελφος λοιπόν είναι για φτύσιμο! Διότι έχει μπροστά του μια ΑΣΘΕΝΗ που του εξηγεί το πρόβλημά της, τις επιπλοκές που οδήγησαν στην αλλαγή της θεραπευτικής αγωγής και αντί να τοποθετηθεί και να πράξει ιατρικά, βάζει μπροστά τον εγωισμό και τη θέση ισχύος του λέγοντας αφοριστικά: «πήγαινε ξανά στο δημόσιο νοσοκομείο ειδάλλως δε σου γράφω τίποτα».

Δεν το καταλαβαίνω όλο αυτό. Αντί όλοι οι γιατροί να συνεργαζόμαστε ο καθένας απ’τη θέση που κατέχει προς όφελος του ασθενή, κάνουμε επίδειξη κομπλεξισμού εξυπηρετώντας τελικά μόνο τα πελατάκια μας. Αν έγραφα εγώ κάποια φαρμακευτική αγωγή που θα έκανε παρενέργεια σε έναν ασθενή, θα σεβόμουν και θα εκτιμούσα το γιατρό που θα την ανακάλυπτε και θα την αντιμετώπιζε. Πρέπει επιτέλους όλοι οι συνάδελφοι να συνειδητοποιήσουμε πως η «αγορά» είναι ελεύθερη. Το ότι ένας ασθενής δε σε θέλει ως θεράποντα γιατρό αγαπητέ σπασαρχίδη ΙΚΑτζή ίσως πρέπει να αποτελέσει κίνητρο να σκεφτείς για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και να το διορθώσεις. Και αν δε το διορθώσεις αυτό, ο ασθενής πάντα θα σου φεύγει, όσο και αν τον απειλείς με τη δύναμη της συνταγογράφησης.